- ευπαρακολούθητος
- -η, -ο (Α εὐπαρακολούθητος, -ον)(για κείμενα ή εκθέσεις γεγονότων, ιδεών κ.λπ.) αυτός που παρακολουθείται εύκολα, ο ευνόητοςαρχ.1. αυτός που παρακολουθεί εύκολα2. (κατά τον Ησύχ.) «εὐπαρακολούθητοιὀξεῑς εἰς τὰ πράγματα καὶ οὐ νωχελεῑς».επίρρ...εὐπαρακολουθήτως (Α)με τρόπο ευπαρακολούθητο, ευνόητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ-ακολουθώ (πρβλ. δυσ-παρ-ακολούθητος)].
Dictionary of Greek. 2013.